Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2009

ΕΝΟΡΙΑΚΟ ΕΡΓΟ







Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ (Ιωάν. ια΄33-44)

Εισαγωγή.
Όταν ο Ιησούς ειδοποιήθηκε για την ασθένεια του Λαζάρου, δεν έτρεξε αμέσως στη Βηθανία, αλλά παρέμεινε στον τόπο που βρισκόταν με τους μαθητές Του, άλλες δύο ημέρες ακόμα. Τελικά έφτασε εκεί όταν ο Λάζαρος ήτανε ήδη από τετραημέρου νεκρός. Υπήρχε συνήθεια στα μέρη εκείνα να ενταφιάζεται ο νεκρός την ίδια μέρα του θανάτου του.
Η Βηθανία βρισκόταν κοντά στα Ιεροσόλυμα. Απέχει από τα Ιεροσόλυμα 15 περίπου στάδια. Κι’ αν λάβουμε υπ’ όψιν ότι κάθε στάδιο ήτανε 160 με 180 μέτρα, εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι ισοδυναμούσε με πορεία 40 λεπτών της ώρας για ένα πεζοπόρο. Ο ιερός Ευαγγελιστής, μιλάει εδώ για την απόσταση, θέλοντας να δικαιολογήσει την αθρόα προσέλευση Ιουδαίων από τα κοντινά Ιεροσόλυμα στην Βηθανία σε συλλυπητήριες εκδηλώσεις προς τις αδελφές του Λαζάρου.
Η Μάρθα άγνωστο πώς, πληροφορείται πρώτη για τον ερχομό του Χριστού και τρέχει να Τον υποδεχθεί έξω από την Βηθανία, Η Μάρθα ήτανε ζωηρός χαρακτήρας. Αεικίνητη, δραστήρια και εκδηλωτική. Μαθαίνει για την άφιξη του Χριστού και δεν χάνει τον χρόνο να πει, να πληροφορήσει άλλον ή να το ανακοινώσει στην αδελφή της. Παραβιάζει τους καθιερωμένους κανόνες ευγενείας προς τον κόσμο που είχε έρθει να την συλλυπηθεί και τρέχει να προϋπαντήσει τον Δάσκαλό της, την πηγή της παρηγοριάς και της ελπίδας. Η Μαρία που δεν ήξερε ακόμα τίποτε, καθόταν στο σπίτι της, και δεχόταν τις συλλυπητήριες εκδηλώσεις συγγενών, γνωστών και φίλων.
Η Μάρθα ελπίζει. Ίσως είχε φθάσει στα αυτιά της ο λόγος του Χριστού, που είπε ότι αυτή η ασθένεια δεν είναι προς θάνατον. Αλλά πέρα από αυτό ήξερε για την θαυματουργική δράση του Χριστού και για τις νεκραναστάσεις που θαυματουργικά είχε κάνει, όπως του γιού της χήρας στην Ναΐν και της θυγατέρας του Ιαείρου.
Έμμεσα και δειλά προβάλλει το αίτημά της για να αναστήσει ο Χριστός τον αδελφό της. Και επειδή γνωρίζει ότι το ζητούμενο δεν είναι απλή υπόθεση, το βλέπει δύσκολο να εκφραστεί ξεκάθαρα. Μιλάει με συστολή. Με την αόριστη έκφραση “όσα αν αιτήση”, θέλει να τονίσει, ότι τίποτε δεν μπορεί να θεωρηθεί αδύνατο. Ακόμα και μια ανάσταση νεκρού, που βρίσκεται στον τάφο ημέρες.
Η πίστη που είχε η Μάρθα για τον Χριστό ήτανε τοποθετημένη σε λαθεμένη βάση. Ήτανε ελλειπής. Αυτό γίνεται ολοφάνερο από το πώς ζητάει από τον Ιησού να θαυματουργήσει. Δεν λέει ότι μπορείς εσύ Κύριε να κάνει ό,τι θέλεις, αλλά “όσα αν αιτήση τον Θεόν δώσει σοι ο Θεός”. Νομίζει τον Χριστό σαν άγιο που μπορεί όσα αν αιτήσει από τον Θεό να το λάβει.
Στο έμμεσο και διακριτικό αίτημα της Μάρθας ο Χριστός απαντάει με λόγια ενθαρρυντικά αλλά και διφορούμενα: “αναστήσεται ο αδελφός σου” της λέγει. Δεν καθορίζεται όμως χρόνος ούτε και υπογραμμίζεται από ποιόν. Η απάντηση αυτή του Χριστού με την γενικότητά της και την κάποια αοριστία της, κάνει την Μάρθα να νομίσει ότι ο Ιησούς μιλάει για την καθολική ανάσταση. Αυτή η πίστη ήτανε ήτανε διαδεδομένη στις ψυχές των ευσεβώς Ισραηλιτών και θεμελιωμένη στην Παλαιά Διαθήκη. Γι’ αυτό και λέγει η Μάρθα ότι γνωρίζω πως θα αναστηθεί ο αδελφός μου κατά την γενική ανάσταση κατά την μεγάλη και τελευταία ημέρα του πρόσκαιρου τούτου κόσμου.
Με τα λόγια της αυτά δεν εκδηλώνει ολιγοπιστία, αλλά εκφράζει πίκρα για το τωρινό της πένθος. Όπως κάθε λυπημένος και αδύνατος πνευματικά άνθρωπος, δεν παρηγοριέται άμεσα και αποτελεσματικά, στηριζόμενος στην πίστη της μελλοντικής αναστάσεως. Καλό αυτό και παρήγορο, όχι όμως κοντινό και άμεσο, λέει από μέσα της η Μάρθα.
Και τότε ο Ιησούς εκδηλώνεται με λόγους πλούσιους, ενθαρρυντικούς και σαφείς. Μιλάει στην Μάρθα συγκεκριμένα και ελπιδοφόρα. “Εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή. Ο πιστεύων εις εμέ, κάν αποθάνη ζήσεται”.
Αφού της είπε στην αρχή, ότι “αναστήσεται ο αδελφός σου”, και εκείνη δεν κατάλαβε το νόημα του λόγου Του, αποκαλύπτει τώρα την κρυμμένη εξουσία Του και ανεβάζει τον νου της στην κυριαρχική Του δύναμη επί της ζωής και του θανάτου.
“Εγώ είμαι, λέγει, η ανάστασις και η ζωή. Έχω την δύναμη να ανασταίνω διότι εγώ είμαι η πηγή της ζωής. Εκείνος που πιστεύει εις εμένα κι αν πεθάνει σωματικά, θα ζήσει πνευματικά στην μακαρία ζωή”. Kαι συνεχίζει. “Και καθένας που ζει σε τούτη την προσωρινή ζωή και πιστεύει σε μένα, δεν θα πεθάνει ποτέ, αλλά θα ζει πνευματικά στον αιώνα. Ο σωματικός του θάνατος θα είναι γέφυρα για την αιωνιότητα. Πιστεύεις τούτο;” ερωτά την Μάρθα. Ο λόγος αυτός του Χριστού είναι γεμάτος φως, αισιοδοξία και χαρά ζωής. Είναι σαν να λέγει: Ναι, λοιπόν, ούτε αυτός ο Λάζαρος πέθανε ούτε σεις οι αδελφές του θα πεθάνετε. Εκείνος, που πιστεύει στο Χριστό, είτε ζωντανός είτε πεθαμένος απολαμβάνει την αιώνιο ζωή και βρίσκεται σε κατάσταση ατέλειωτης ευτυχίας που ξεπερνάει την πρόσκαιρη κατάσταση του θανάτου. Με το ερώτημα αυτό “πιστεύεις τούτο;” που απευθύνει ο Ιησούς, απαιτεί ομολογία της πίστεώς της. Την καλεί να πει αν πιστεύει, ότι Εκείνος είναι η ανάσταση και η ζωή. Έτσι η Μάρθα ξανάρχεται στο φλέγον θέμα από το οποίο είχε απομακρυνθεί, σχετικά δηλαδή με την ανάσταση του αδελφού της. Πριν ενεργήσει, προκαλεί έντονα την πίστη της, για να καταλάβει ότι ο Ιησούς είναι ισχυρότερος απ’ όσο αυτή νόμιζε.
Μετά τον διάλογό της με το Χριστό η Μάρθα, πλημμυρισμένη από ελπίδα κι’ ανακουφισμένη, τρέχει στο χωριό της και φωνάζει την αδελφή της την Μαρία. Της λέει κρυφά, ότι ο Δάσκαλος είναι εδώ, βρίσκεται έξω από την Βηθανία, και σε φωνάζει, σε προσκαλεί. Της κρυφομιλάει η Μάρθα, επειδή δεν θέλει να μάθει ο κόσμος, που ήτανε συγκεντρωμένος για παρηγοριά στο σπίτι τους, την είδηση, ότι έφτασε εκεί ο Χριστός. Μιλάει κρυφά στην Μαρία, επί πλέον, για να μην ακούσουν αυτό και μερικοί από τους Ιουδαίους, που παρευρίσκονταν εκεί και οι οποίοι φθονούσαν και μισούσαν θανάσιμα τον Χριστό, που θαυματουργούσε.
Η Μαρία, μόλις πληροφορείται το ευχάριστο γεγονός, σκιρτάει από αγαλλίαση και ελπίδα. Χωρίς δεύτερη κουβέντα σηκώνεται γρήγορα και τρέχει να συναντήσει τον Χριστό ο Οποίος βρισκόταν ακόμη έξω από την Βηθανία, εκεί, που Τον συνάντησε πρωτύτερα η Μάρθα. Έμενε έξω ο Ιησούς κοντά στον τάφο του Λαζάρου, όπου επρόκειτο να θαυματουργήσει.
Η ζωηρή συγκίνηση και ο πηγαίος αυθορμητισμός της Μαρίας στο άκουσμα της ειδήσεως, δεν της αφήνουνε περιθώρια να ενεργήσει ψύχραιμα και με φυσική βραδύτητα Η αγάπη της για τον Χριστό, το θερμό της φρόνημα σε ευσέβεια γι’ Αυτόν, φτερουγίζουν την ψυχή της και σηκώνεται γρήγορα και τρέχει. Αφήνει τους παρηγορητές της, ξεχνάει τον πόνο της, “εγείρεται ταχύ και έρχεται προς αυτόν”. Παραβιάζει τους τύπους καλής συμπεριφοράς, παραβιάζει τα καθιερωμένα του πένθους, αφήνει τους επισκέπτες και τρέχει να συναντήσει Εκείνον, που είναι ο χορηγός της χαράς και της ελπίδας.
Οι Ιουδαίοι, που ήταν μαζί με την Μαρία, στο σπίτι και την παρηγορούσανε, όταν είδαν αυτή την ξαφνική συμπεριφορά της, να σηκώνεται και να τρέχει μα κατεύθυνση τον δρόμο που οδηγούσε έξω από χωριό, την ακολουθήσανε γιατί πιστέψανε, καθώς λέγανε, ότι πηγαίνει στον τάφο του αδελφού της για να κλάψει εκεί, επειδή την φούντωσε ο πόνος της, επειδή την έπνιξε η θλίψη της.
Για ποιο λόγο όμως, ιστορεί ο Ευαγγελιστής αυτή την λεπτομέρεια, σχετικά με την Μαρία και τους Ιουδαίους που την ακολουθήσανε; Το σημειώνει τούτο για να καταλάβουνε τι προκάλεσε την πολυάριθμη συρροή του λαού στον τόπο που ο Λάζαρος αναστήθηκε. Είπε την αιτία για την οποία πολλοί έτρεξαν στο μνημείο και έγινες θεατές του θαύματος. Και όταν η Μαρία έφτασε εκεί, που ήταν ο Χριστός, τι έκανε; Μόλις Τον είδε έπεσε στα πόδια Του και Του είπε: “Κύριε, ει ης ώδε, ουκ αν απέθανε μου ο αδελφός”.
Θερμή και αφοσιωμένη στο Χριστό η Μαρία, πέφτει στα πόδια Του και αποθέτει εκεί τη δοκιμασία της, τη θλίψη της αλλά και το σεβασμό και την αγάπη της. Δεν ντράπηκε τον ιουδαϊκό όχλο, που την είχε πάρει πίσω, ούτε λογάριασε την εχθρική στάση και υποψία, που είχανε οι Ιουδαίοι γι’ Αυτόν. Αλλά όλα τα πέταξε τα ανθρώπινα εφ’ όσον ήταν παρόν ο Διδάσκαλος και ένα μόνο πρόσεξε, την τιμή στον Δάσκαλο. Και τι λέγει; “Κύριε, εάν ήσουνα εδώ δεν θα απέθνησκε ο αδελφός μου. Εκφράζει η Μαρία τη θλίψη της που απουσίαζε ο Χριστός.
Λέγει τα ίδια λόγια περίπου που είχε πει πρωτύτερα η αδελφή της η Μάρθα. Αυτό φανερώνει τη κοινή πίστη των γυναικών, ότι αν η ασθένεια του αδελφού τους δεν συνέπιπτε με την απουσία του Χριστού, τότε θα γιατρευόταν από Εκείνον ο Λάζαρος. Πίστευαν στο θαύμα, στην θαυματουργική δύναμή Του, αλλά όχι και απεριόριστα. Γι’ αυτό και λέγουν “εάν ήσουνα εδώ”. Περιορίζουν έτσι τοπικά και χρονικά το θαύμα.

Το Θαύμα.
Πώς απαντάει όμως Ο Χριστός στον ποιο πάνω συλλογισμό της Μαρία; Πώς αντιδρά στο κλάμα της; Δεν λέγει τίποτε. Δεν λέγει λόγια ελπίδας και παρηγοριάς όπως, πρωτύτερα στη αδελφή της τη Μάρθα. Ήτανε πια εκεί συγκεντρωμένος και όχλος με εχθρική τοποθέτηση και διάθεση απέναντί Του. Δεν ήτανε καιρός για λόγια. Τι κάνει λοιπόν ο Κύριος;
“Ιησούς ουν ος είδεν αυτήν κλαίουσαν και τους συνελθόντας αυτή ιουδαίους κλαίοντας, ενεβριμήσατο το πνεύματι και ετάραξεν εαυτόν”, ιστορεί στο σημείο αυτό ο Ευαγγελιστής.
Όταν λέγει, είδε ο Ιησούς τη Μαρία να κλαίει, καθώς και τους ιουδαίους που είχανε έρθει μαζί της, κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια να συγκρατήσει τη συγκίνησή Του. Αντέδρασε έντονα και με δύναμη στο εσωτερικό της ψυχής Του.
Επειδή κατά φύσιν ο Ιησούς δεν ήτανε μόνο Θεός, αλλά και άνθρωπος, πάσχει μαζί με τους άλλους, υποφέρει τον ψυχικό πόνο σαν άνθρωπος. Και με την λέξη “ενεβριμήσατο”, αυτήν την βαρεία λύπη θέλει να τονίσει. Σημαίνει ότι αναστέναξε βαρειά, κυριεύτηκε από λύπη, συγκινήθηκε με αγανάκτηση εναντίον του θανάτου ο οποίος προκαλούσε τόσο μεγάλο πόνο. Εννοεί ίσως εδώ και την θλίψη Του εναντίον της ιουδαϊκής κακίας. Διότι οι Ιουδαίοι, αν και έδειχναν συγκινημένοι από τον θάνατο του Λαζάρου, θα φανέρωναν σε λίγο το σκληροτράχηλο και αιμοβόρο και φονικό μένος τους, όταν θα έκανε ο Ιησούς το θαύμα της αναστάσεως του Λαζάρου.
Και η ερώτησή Του που ακολουθεί είναι τούτη: “Που τεθήκατε αυτόν;” Δεν ρωτάει ο Ιησούς διότι τάχα δεν ξέρει. Πώς να υποστηρίξει κανείς κάτι τέτοιο, αφού Εκείνος από μακριά ήξερε είδη και πότε είχε πεθάνει; Ρωτάει όμως εδώ με την ιδιότητά Του σαν άνθρωπος όπως με την ίδια ιδιότητα πρωτύτερα “ενεβριμήσατο τω πνεύματι”. ‘Όταν είχε συγκρατήσει τον εαυτό Του από την σύγχυση και την συγκίνηση, τότε απηύθυνε το ερώτημα. Και η απάντησή Του στο ερώτημα ήτανε άμεση: “Kύριε, έρχου και ίδε”. Κύριε, έλα να δεις.
Και καθώς ο Ιησούς προχωρεί προς τον τάφο, αφήνει τον εαυτό Του να εκδηλωθεί. Μετριάζει την συγκίνηση, αλλά δεν την αποβάλλει. Συγκαταβαίνει σε εκδήλωση ανθρώπινη και πιστοποιεί, ότι είναι και άνθρωπος. “Εδάκρυσεν ο Ιησούς”, γράφει ο Ευαγγελιστής. Κινείται η εντός Του ανθρώπινη φύση συ συμπάθεια για τον ανθρώπινο πόνο. Προτού φανερώσει την υπερφυσική Του δύναμη, την θεότητά Του, δείχνει την ανθρώπινη ευαισθησία και καλοσύνη Του, τηρώντας το μέτρο. Θέλει και οι δύο φύσεις Του να γίνονται φανερές και γι’ αυτό άλλα μεν θεοπρεπώς κάνει άλλα δε ανθρωποπρεπώς.
Οι Ιουδαίοι, όταν είδανε το Χριστό να δακρύζει λέγανε: Κοίταξε πόσο τον αγαπούσε! Μερικοί όμως απ’ αυτούς πήρανε τότε αφορμή να εκδηλώσουν την δυσμένειά τους για τον Ιησού και είπανε: “Δεν μπορούσε Αυτός, που άνοιξε τα μάτια του τυφλού να κάνει έγκαιρα ό,τι χρειαζόταν, ώστε κι’ αυτός να μην πεθάνει;”
Με άλλα λόγια, βρήκανε οι κακόψυχοι Ιουδαίοι ευκαιρία για να κακολογήσουνε για μια ακόμα φορά τον Χριστό. Με τα πιο πάνω λόγια ήτανε σαν να χαιρόντουσαν για τα δάκρυα του Χριστού, βγάζοντας το συμπέρασμα ότι η εκδήλωση αυτή του Κυρίου ήταν αδυναμία να θαυματουργήσει. Γι’ αυτό και μιλούσανε συγκριτικά με το θαύμα επί του τυφλού.
Και ο Ιησούς αφήνει αναπάντητη την κακεντρέχεια τους και με συγκρατημένη συγκίνηση προχωρεί στον τάφο του Λαζάρου. “Πάλιν εμβριμώμενος εν εαυτώ, έρχεται εις το μνημείον”. Πάλι επιτιμά την ανθρώπινη αδυναμία. Και ο τάφος του Λαζάρου ήτανε λαξευτός. “Ην δε σπήλαιον και λίθος επέκειτο επ’ αυτώ”.΄Ηταν δηλαδή σπήλαιο ανοιγμένο μέσα σε βράχο και σκεπαζόταν από το ανοικτό μέρος το στόμιο του τάφου με πέτρα. Κοντά σ’ αυτό το μνημείο έρχεται ο Χριστός και λέγει με εξουσιαστική εντολή: “Άρατε τον λίθον”. Σηκώστε την πέτρα.
Διέταξε να σηκώσουν τον λίθο, ώστε να δούνε όλοι οι παρευρισκόμενοι το νεκρό σώμα ξαπλωμένο στον τάφο. ΄Ήθελε να βεβαιωθούν όλοι ότι ήτανε εκείνος ο νεκρός Λάζαρος κι’ όχι φάντασμα. Και για να μην πουν αργότερα ότι δεν ήταν αυτός ο τάφος ή δεν αναστήθηκε ο Λάζαρος αλλά άλλος, από την αρχή ζήτησε να Του υποδείξουν τον τάφο. Ο διάλογος του Χριστού, η πορεία προς τον τάφο και η υπόδειξή Του ήτανε μια πραγματικότητα που την ακούσανε όλοι. Ζήτησε δε από άλλους να σηκώσουν την πέτρα ώστε να υπάρχει ολοζώντανη η μαρτυρία για την δυσωδία που άρχισε να αναδίνει το νεκρό σώμα. Αλλά και πριν συμβεί τούτο, η αδελφή του νεκρού Λαζάρου Μάρθα, επισημαίνει στον Χριστό, ότι το ενταφιασμένο σώμα βρωμάει πια, διότι είναι νεκρό πριν τέσσερις ημέρες. “Κύριε, ήδη όζει, τεταρταίος γαρ εστί”.
Το λέει αυτό η Μάρθα στο Χριστό από υπερβολική τιμή στο πρόσωπό Του για να μην αηδιάσει ο Δάσκαλός της από τη δυσωδία του νεκρού σώματος. Αυτό υπογραμμίζει και την αδυναμία να μπορέσει τώρα να γίνει κάτι. Δεν είχε καταλάβει η Μάρθα εκείνο που της είχε πει πρωτύτερα ο Χριστός, ότι “καν αποθάνει ζήσεται”. Και αν ακόμα είχε καταλάβει, εν τούτοις βρισκόταν σε σύγκρουση λογικής και πίστεως. Πώς να χωνέψει με το μυαλό της ότι το αποσυντιθέμενο σώμα θα ζωοποιηθεί; Κι’ ενώ η Μάρθα λέγει “ήδη όζει”, ο Ιησούς της υπενθυμίζει εκείνα που της είπε πριν λίγο: “Ουκ είπόν σοι ότι εάν πιστεύσης όψει την δόξαν του Θεού;”
Υπενθυμίζει ο Ιησούς στην Μάρθα, παρατηρώντας την έμμεσα, λόγια μεγάλα, γεμάτα αισιοδοξία που της είχε πει πρωτύτερα. Και με το “όψει την δόξαν του Θεού”, εννοεί τον θρίαμβο της παντοδυναμίας του Θεού επί του θανάτου. Δείγμα αυτής της παντοδυναμίας και προμήνυμα της κοινής αναστάσεως θα ήτανε η ανάσταση του αδελφού της Μάρθας, η ανάσταση του Λαζάρου που θα γινόταν σε λίγο. Τα θαύμα αυτό βέβαια θα το βλέπανε και μερικοί από τους μη πιστεύοντες. Εκείνοι όμως δεν επρόκειτο να μπουν στο βαθύτερο νόημά του. Μόνο οι πιστεύοντες στον Χριστό, θα μπορούσαν να διακρίνουν σ’ αυτό την δόξα και το μεγαλείο του Χριστού.
Στη συνέχεια φαίνεται ότι η Μάρθα σιωπά. Δεν φέρνει αντίρρηση να σηκώσουν την ταφόπετρα, που σκέπαζε το λαξευτό μνήμα του αδελφού της. Και τότε σηκώνουν τον λίθο από το στόμιο του μνημείου, όπου βρισκόταν ο πεθαμένος, και ο Ιησούς ύψωσε τα μάτια Του προς τον ουρανό και είπε: “Πάτερ ευχαριστώ σοι ότι ήκουσάς μου”, δηλαδή, Πατέρα μου είμαι βέβαιος ότι θα γίνει αμέσως το θαύμα και σ’ ευχαριστώ, που μ’ άκουσες”.Έπειτα απ’ αυτό προβάλλει το ερώτημα: από την προσευχή έλαβε βοήθεια κι ανέστησε έπειτα τον νεκρό Λάζαρο;
΄Εχουμεν πλήθος θαυμάτων του Ιησού, χωρίς να φαίνεται πουθενά ότι προηγήθηκε προσευχή. Θαυματούργησε επανειλημμένα λέγοντας: “Σοί λέγω δαιμόνιον έξελθε απ’ αυτού” και “θέλω καθαρίσθητι” και “άρον τον κράββατόν σου” και “αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου”.
Τώρα όμως γιατί προσεύχεται και υψώνει το βλέμμα Του στον ουρανό; Κοιτάζει ψηλά και ευχαριστεί, γιατί στάλθηκε από τον ουράνιο Πατέρα. Θέλει να φανερώσει, ότι το συντελούμενο θαύμα δεν έγινε χωριστά και χωρίς την θέληση του Πατρός. Το θαύμα το βλέπει ήδη ο Ιησούς να έχει συντελεστεί μπροστά στα μάτια Του. Γι’ αυτό και εκφράζει την ευχαριστία. Μιλάει εδώ ταπεινά ο Ιησούς σαν άνθρωπος και όχι με την υπεροχή της θεότητος.
Ο Ιησούς εδώ δεν προσέρχεται και αναμένει να δει τι θα γίνει. Αλλά η θέλησή Του είναι άμεσα και θέληση του Πατρός και γι’ αυτό παρουσιάζει το αιτούμενο σαν να πραγματοποιήθηκε ήδη. Η προσευχή κρίνεται αναγκαία εδώ για το πλήθος. Αφοπλίζονται οι κακόπιστοι Ιουδαίοι από ερμηνείες στρεψόδικες. Η προσευχή που έκανε ο Ιησούς, ήταν πρωτοφανής Ποιος προσευχήθηκε ποτέ έτσι; Χωρίς να ζητήσει κάτι αυτό έχει γίνει. Κι’ όμως προσεύχεται, όπως εξηγεί για τον περιεστώτα όχλο. Και για ποίο λόγο; “Ίνα πιστεύσωσιν ότι συ με απέστειλες”.
Εγώ, λέγει ο Ιησούς, γνώριζα, ότι πάντοτε με ακούς, αλλά είπε μεγαλόφωνα το “ευχαριστώ”, για να το ακούσει ο λαός που στέκεται τριγύρω μου και να πιστέψουνε ότι συ με έχεις στείλει. Πραγματική αιτία της προσευχής είναι να μη θεωρηθεί αντίθετος προς το Θεό Πατέρα. Για να μη λένε οι Ιουδαίοι, ότι δεν είναι εκ Θεού Εκείνος και το Θαύμα Του. Θέλει να δείξει, ότι το έργο γίνεται σύμφωνα με την γνώμη του Πατρός το δε “ήκουσάς μου” και επί φίλων λέγεται και επί ομοτίμων.
“Εγώ δε ήδειν ότι πάντοτε μου ακούεις” δηλαδή για να μου γίνει το θέλημα δεν έχω ανάγκη προσευχής, αλλά για να τους πείσω, ότι υπάρχει μία θέληση σε σένα και σε μένα, γι’ αυτό προσεύχομαι. Προσεύχομαι για τους ασθενείς και τους αδύνατους. Μιλάει έτσι ξεκάθαρα ο Χριστός, ώστε να μη μπορούν να ερμηνεύουν το θαύμα υβριστικά, αποδίδοντά το σε επενέργεια πονηρών πνευμάτων.
“Και ταύτα ειπών φωνή μεγάλη εκραύγασε, Λάζαρε δεύρω έξω” Και αφού εξέφρασε την ευχαριστία προς τον Πατέρα Του και φανέρωσε την κυριαρχική εξουσία Του στον θάνατο. Φώναξε μεγαλόφωνα, Λάζαρε έβγα έξω.
Φωνάζει δυνατά για ν’ ακούσουν όλοι την εξουσιαστική Του προσταγή. Η μεγάλη φωνή εκφράζει θέληση σταθερή που συνοδεύει το αίσθημα της δυνάμεως και της κυριαρχίας. Λάζαρε δεύρω έξω, λέει, και δεν επικαλείται για να το πετύχει αυτό το όνομα του Πατρός. Δεν λέει “στο όνομα του Πατέρα μου, βγες έξω.” Δεν λέει “ανάστησέ τον Πατέρα μου.” Αλλά, αφού πήρε το σχήμα του προσευχόμενου στη συνέχεια δια των πραγμάτων αποδεικνύει την αυθεντία και το κύρος Του. Φανερώνει με τα λόγια συγκατάβαση, με τα έργα όμως εξουσία.
Το Λάζαρε δεύρω έξω, μας υπενθυμίζει τα λόγια του Χριστού που έλεγε: “έρχεται ώρα ότε οι νεκροί ακούσουσι της φωνής του υιού του θεού και οι ακούσοντες ζήσονται”. Και στο πρόσταγμα του Χριστού, βγήκε από το μνημείο ο πεθαμένος Λάζαρος. Είχε τα πόδια και τα χέρια τυλιγμένα με λωρίδες σεντονιού, ένα είδος επιδέσμου και το πρόσωπο τυλιγμένο με ένα πετσέτινο φακιόλι, όπως συνήθιζαν τότε οι Ιουδαίοι να σαβανώνουν τους νεκρούς τους.
Και μπροστά στα έκπληκτα μάτια τους, ο Χριστός λέει στους παρευρισκόμενους να τον λύσουν από τα σάβανα και να τον αφήσουν μόνο του χωρίς συνοδό να πάει σπίτι του. Το θαύμα ξετυλίχτηκε μπροστά στα μάτια του όχλου με κάθε λεπτομέρεια. Υποδείξανε αρχικά οι γυναίκες τον τάφο. Ύστερα πρόσταξε ο Ιησούς και σηκώσανε την πέτρα. Ακούστηκε η μαρτυρία της Μάρθας, ότι, “ήδη όζει”, ότι μυρίζει πια το ενταφιασμένο σώμα. Πριν γίνει το θαύμα ο Ιησούς υψώνει τα μάτια Του στον ουρανό και ευχαριστεί τον ουράνιο Πατέρα, καθώς βλέπει το θαύμα ήδη σαν τετελεσμένο. Έπειτα ακούγεται η συγκλονιστική φωνή Του: “Λάζαρε δεύρω έξω”. Το πρόσταγμά Του, δίνει ζωή και κίνηση στο νεκρό σώμα. Ο Λάζαρος ανασταίνεται και σηκώνεται σαβανωμένος, χωρίς χρονοτριβή. Κατόπιν ο Ιησούς λέει στους παρευρισκομένους να τον λύσουν από τα σάβανα Και ακόμη τους λέει να τον αφήσουν να φύγει για το σπίτι του μόνος του.
Και οπτικά, και ακουστικά, και κινητικά και με αφή και με την οσμή βεβαιώθηκαν τα καθέκαστα για τον νεκρό Λάζαρο και για την ανάστασή του. Και όταν το θαύμα έχει συντελεστεί, δεν θριαμβολογεί ο Ιησούς. Αντίθετα στέλνει το Λάζαρο μόνον του να πάει στο σπίτι του και δεν κρατάει μαζί Του. Αποφεύγει οποιαδήποτε προβολή, δημοσιότητα και επίδειξη, μετά το πρωτοφανές αυτό θαύμα.
Για επικοινωνία μαζί μας :
Τηλέφωνο : +30-210-9712456
Φαξ : +30-210-9712456
Ταχυδρομική διεύθυνση : πλατεία Αγ. Δημητρίου, 173 43 – Αγ. Δημήτριος
Ηλεκτρονική διεύθυνση :
inad.dad@dad.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: