Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2009

ΕΝΟΡΙΑΚΟ ΕΡΓΟ







Ο ΙΗΣΟΥΣ ΠΕΡΠΑΤΑΕΙ ΕΠΑΝΩ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ (Ματθ. ιδ΄22-33)

Αφού με πέντε ψωμιά και δύο ψάρια χόρτασε θαυματουργικά μέγα πλήθος ο Ιησούς, ανάγκασε έπειτα αμέσως τους μαθητές Του να μπούνε στο πλοίο και να περάσουν, πριν από Αυτόν, στο απέναντι μέρος της λίμνης. Στη συνέχεια διέλυσε ο Κύριος τα πλήθη και ανέβηκε στο βουνό για να προσευχηθεί. Κι’ εκεί ήτανε ολομόναχος μέχρις ότου βράδιασε.
Ο Χριστός μας ανεβαίνει στο όρος για να διδάξει και εμάς, ότι όταν είναι ανάγκη να προσευχηθούμε στο Θεό, καλό είναι η ερημία και η μόνωση. Γι’ αυτό συνεχώς φεύγει στις ερήμους και εκεί πολλές φορές διανυκτερεύει προσευχόμενος, διδάσκοντάς μας να επιδιώκουμε για τις προσευχές μας τον κατάλληλο τόπο και καιρό.
Εν τω μεταξύ όμως το καΐκι με το οποίο ταξίδευαν οι μαθητές Του, στη μέση της θαλάσσης συνάντησε άγρια φουρτούνα, κύματα φοβερά και άνεμο αντίθετο στην πορεία. Πάλευε το καΐκι μέσα στην άγρια εκείνη θύελλα όλη σχεδόν τη νύχτα. Εκεί λοιπόν, καθώς οι μαθητές ξενυχτούσαν παλεύοντας, στις τελευταίες ώρες της νύχτας, είδανε τον Χριστό να περπατάει πάνω στη θάλασσα. Ας δούμε όμως, πώς περιγράφει αυτό το θαυμαστό γεγονός ο ευαγγελιστής Ματθαίος:
“Το πλοίο με το οποίο ταξίδευαν οι μαθητές του Χριστού, συνάντησε στα μέσα της πορείας του για την αντίπερα στεριά άγρια θάλασσα και κόντρα άνεμο. Εκεί, στην άγρια θάλασσα καθώς παλεύανε, κατά την τέταρτη φυλακή της νύχτας, δηλαδή κατά το τελευταίο τρίωρο της νύχτας, οπότε έπιανε υπηρεσία φρουράς στο στρατό η τέταρτη βάρδια, ο Ιησούς έφυγε από το όρος, όπου προσευχόταν και ήρθε προς τους μαθητές Του, περπατώντας πάνω στη θάλασσα. Όταν τον είδανε οι μαθητές να περπατάει πάνω στη θάλασσα, τρόμαξαν και έβαλαν τις φωνές, γιατί νόμισαν πως ήταν φάντασμα. Τους μίλησε όμως αμέσως ο Ιησούς και τους καθησύχασε λέγοντας: “έχετε θάρρος, εγώ είμαι, μη φοβάσθε”. Αποκρίθηκε δε στον Κύριο ο Πέτρος και είπε: “Κύριε, εάν είσαι εσύ, διέταξέ με να έρθω προς εσένα περπατώντας πάνω στα νερά”. Ο Ιησούς του είπε: “έλα”. Κατέβηκε ο Πέτρος από το πλοίο και περπάτησε πάνω στα νερά για να πάει κοντά στο Χριστό. Όταν όμως είδε τον αέρα δυνατό, φοβήθηκε, κλονίστηκε η πίστη του, κι’ άρχισε να βουλιάζει. Φώναξε τότε δυνατά λέγοντας: “Κύριε, σώσε με”. Αμέσως τότε ο Κύριος, άπλωσε το χέρι Του, τον έπιασε και του είπε: “Ολιγόπιστε, γιατί κλονίστηκες στη πίστη σου και δείλιασες;” Όταν δε ο Ιησούς και ο Πέτρος ανεβήκανε στο καΐκι σταμάτησε ο άνεμος. Οι μαθητές που ήσαν εκεί μέσα, ήλθαν κοντά στον Ιησού, γονάτισαν με θαυμασμό και είπανε: “Αληθινά είσαι Υιός του Θεού”.
Ο Κύριος ανέβηκε στο όρος για να προσευχηθεί, οι μαθητές όμως κλυδωνίζονται πάλι και υπομένουν φοβερή τρικυμία, όπως τους είχε συμβεί και άλλοτε στο παρελθόν.(Ματθ. η΄23) Τότε όμως, είχανε Αυτόν Τον Χριστό μαζί τους στο πλοίο, ενώ τώρα είναι μόνοι τους.
Σιγά-σιγά τους βάζει στα μεγαλύτερα βάσανα ο Χριστός και τους παιδαγωγεί έτσι, ώστε να τα υπομένουν με γενναιότητα όλα. Στη φουρτουνιασμένη θάλασσα ο κίνδυνος είναι πιο απειλητικός, πιο άμεσος και ο φόβος πιο μεγάλος και η αγωνία στο έπακρο. Και όλη αυτή η απειλή και ο κίνδυνος θέλουνε περισσότερη δύναμη πίστεως, περισσότερο θάρρος, μεγαλύτερη υπομονή. Και επιτρέπει ο Κύριος να σηκωθεί αυτή η τρικυμία εν τω μέσω της θαλάσσης, αφήνοντας σε δοκιμασία τους μαθητές Του. Σαν να μη περιμένουν από πουθενά ελπίδα σωτηρίας. Τους αφήνει όλη τη νύχτα μεσοπέλαγα να κλυδωνίζονται. Τους γυμνάζει στη πίστη και τους προτρέπει μαζί με την προσευχή που θα πρέπει να χρησιμοποιούν σαν μέσο ενισχύσεως, να έχουν και σε μεγαλύτερη επιθυμία το να βρίσκονται κοντά Του. Γι’ αυτό και τον θυμόντουσαν συνεχώς και Αυτός δεν τους παρουσιάστηκε αμέσως.
“Τετάρτη δε φυλακή της νυκτός απήλθε προς αυτούς ο Ιησούς περιπατών επί της θαλάσσης”. Τέταρτη φυλακή της νύχτας, ήταν οι τρεις τελευταίες ώρες της νύχτας, δηλαδή νύχτα προς το ξημέρωμα. Η διαίρεση της νύχτας εδώ είναι εκείνη, που χρησιμοποιούσαν οι στρατιώτες που φύλαγαν σκοπιά. Η νύχτα λοιπόν χωριζόταν σε τέσσερις βάρδιες. Κάθε φρουρά αγρυπνούσε τρεις ώρες. Η τέταρτη φυλακή ήτανε η τελευταίο της νύχτας και περιελάμβανε το τρίωρο 3-6 π.μ..
Από το χρονικό αυτό προσδιορισμό γίνεται ολοφάνερο, ότι η πάλη του καϊκιού με τα κύματα ήτανε πολύωρη και η αγωνία των μαθητών παρατεταμένη. Ο Χριστός έφθασε κοντά τους, αφού εγκατέλειψε το όρος, που προσευχόταν, την στιγμή που Εκείνος έκρινε κατάλληλη. Και η εμφάνισή Του έγινε με τρόπο θαυματουργικό, περπατώντας πάνω στην αγριεμένη θάλασσα.
Με την παράταση της αγωνίας τους δίδαξε να μη ζητούν γρήγορα να σταματήσουν τα βάσανα, αλλά να υποφέρουν γενναία και καρτερικά. Και με τον ερχομό Του όμως ο Κύριος δεν τους φέρνει αμέσως την λύτρωση από την αγωνία, γιατί καθώς τον βλέπουνε να περπατάει πάνω στη θάλασσα μακριά μέσα στη νύχτα, χωρίς να τον γνωρίζουνε, νιώθουν τρόμο.
“Και ιδόντες αυτόν οι μαθηταί επί την θάλασσαν περιπατούντα εταράχθησαν, λέγοντες, ότι φάντασμα εστι και από του φόβου έκραξαν”. Μαζί με την φουρτούνα, τους τάραξε και η παρουσία Του. Ωστόσο, ο Ιησούς, τους προπαρασκεύαζε και τους δίδασκε να είναι καρτερικοί. Δεν φανέρωσε τον εαυτό Του πρωτύτερα, έως ότου έκραξαν, διότι όσο επετείνετο η αγωνία, τόσο ποθούσαν την παρουσία Του.
Έπειτα, επειδή φώναξαν “ευθέως δε ελάλησεν αυτοίς ο Ιησούς λέγων, θαρσείτε, εγώ ειμί, μη φοβείσθε”. Αυτός ο λόγος τους διέλυσε το φόβο και τους έκαμε να αναθαρρήσουν. Επειδή από την όψη δεν τον γνώρισαν και για το παράδοξο περπάτημα και από τον άγριο καιρό, φανερώνει τον εαυτό Του με τη φωνή Του τη γνώριμη σ’ αυτούς.
Τι κάνει όμως ο Πέτρος, ο πάντοτε θερμός. Του είπε: “Κύριε, ει συ ει, κέλευσόν με προς σε ελθείν επί τα ύδατα”. Δεν είπε προσευχήσου και παρακάλεσε, αλλά “κέλευσον”, διέταξε. Ο Πέτρος είχε πίστη θερμή και ζητάει πράγματα πέρα από το μέτρο. Το κίνητρό του όμως είναι αγνό και αυθόρμητο. Και το αίτημά του είναι πηγαίο. Άλλωστε, κανένας από τους μαθητές δεν αγαπούσε τόσο πολύ τον Χριστό, όσο ο Πέτρος.
“Ο δε είπεν, ελθέ. Και καταβάς από του πλοίου ο Πέτρος, περιεπάτησεν επί τα ύδατα του ελθείν προς τον Ιησούν. Βλέπων δε τον άνεμον ισχυρόν εφοβήθη και αρξάμενος καταποντίζεσθαι έκραξε λέγων: Κύριε, σώσον με. Ευθέως δε ο Ιησούς εκτείνας την χείρα, επελάβετο αυτού και λέγει αυτώ: Ολιγόπιστε, εις τι εδίστασας;”
Υπέστρωσε στον Πέτρο ο Κύριος τη θάλασσα, δείχνοντας τη δύναμή Του. Με θάρρος ανέβηκε στα κύματα και εβάδιζε ορθός. Αυτό ήταν παραδοξότερο από το προηγούμενο θαύμα. Γι’ αυτό και γίνεται κατόπιν από εκείνο. Όταν ο Κύριος έδειξε ότι είναι κυρίαρχος της θαλάσσης, τότε προχωρεί και στο θαυμαστότερο θαύμα. Προηγουμένως επετίμησε μόνο τους ανέμους, τώρα όμως και Αυτός βαδίζει στα κύματα και επιτρέπει και σε άλλον, τον Πέτρο, να κάνει το ίδιο.
Αφού λοιπόν κατέβηκε, κλυδωνίζεται, διότι φοβήθηκε και αυτός. Και τον φόβο τον δημιούργησε ο άνεμος. Φοβήθηκε μήπως τον ανατρέψει. Βαθύτερη αιτία του φόβου όμως ήταν ο κλονισμός της πίστεως. Ενώ λοιπόν ο Πέτρος ξεπέρασε το μεγάλο, επρόκειτο να την πάθει από το μικρό, δηλαδή όχι από την θάλασσα αλλά από τον άνεμο. Τέτοια είναι η ανθρώπινη φύση. Όταν αδυνάτισε η πίστη του Πέτρου, με την οποία ρίχθηκε στα κύματα, τον άφησε η χάρις της πίστεως, η οποία τον έκανε ελαφρό και καταποντιζόταν. Έτσι τίποτε δεν ωφελεί να είναι κανείς κοντά στο Χριστό, χωρίς να είναι κοντά Του με ακράδαντη πίστη.
Και γιατί δεν διέταξε να παύσουν οι άνεμοι, αλλά τέντωσε το χέρι Του και τον έπιασε; Φανερώνει ο Χριστός, ότι όχι το φύσημα του ανέμου, αλλά η ολιγοπιστία του Πέτρου έφερε την ανατροπή. Γι’ αυτό του λέγει: “Εις τι εδίστασας ολιγόπιστε;” Δεν του είπε άπιστε, αλλά ολιγόπιστε. Εκείνος που σε δυνάμωνε στα κύματα, θα σε δυνάμωνε και στον άνεμο. Ώστε, εάν δεν αδυνάτιζε η πίστη, θα μπορούσε και προς τον άνεμο να αντισταθεί εύκολα. Γι’ αυτό ακριβώς και τον έπιασε από το χέρι. Και τον άνεμο άφησε να πνέει, για να δείξει, ότι καθόλου δεν βλάπτει ο άνεμος, όταν η πίστη είναι σταθερή.
“Και αναβάντων αυτών εις το πλοίον εκόπασεν ο άνεμος”. Δεν αρκούνται στα λόγια θαυμασμού, αλλά τον προσκυνούν και τον αναγνωρίζουν Υιόν του Θεού.
“Οι δε εν τω πλοίω ελθόντες προσεκύνησαν αυτώ λέγοντες αληθώς Θεού Υιός ει”. Με τον τρόπο αυτό τους ανεβάζει στις υψηλότερες έννοιες περί του προσώπου Του. Τους έδειξε τη δύναμή Του. Και ούτε τους επετίμησε όταν του είπαν ότι είναι αληθινά Υιός Θεού. Μάλιστα το επιβεβαίωσε και με μία σειρά θαυμάτων, όταν θεράπευε όλους τους αρρώστους που Τον πλησίαζαν και ακουμπούσαν έστω και λίγο το ένδυμά Του.
Η ζωή μας μοιάζει με μια φουρτουνιασμένη θάλασσα. Οι δυσκολίες, τα προβλήματά, οι ανησυχίες και κυρίως η αδύναμη πίστη, κάνουν το σκάφος του εαυτού μας να κλυδωνίζεται. Και την ώρα που νομίζουμε ότι όλα τελείωσαν και η καταστροφή είναι πλέον ορατή, εμφανίζεται ο μεγάλος βοηθός και θερμός συμπαραστάτης μας, ο Ιησούς. Δεν είναι απών από τη ζωή μας. Απλώς περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να επέμβει. Αρκεί να Τον καλέσουμε. Και τότε, οι δοκιμασίες της ζωής μας και οι στεναχώριες μας δεν μας καταβροχθίζουν ούτε καταποντιζόμαστε στις καθημερινές μας “τρικυμίες”. Αρκεί η πίστη μας να είναι αληθινή. Αλλά κι’ αν κάπου ολιγοπιστήσουμε μην εγκαταλείψουμε την προσπάθεια. Πάλι το παντοδύναμο χέρι του Χριστού είναι έτοιμο να μας πιάσει και να μας ανορθώσει από την πτώση μας. Δεν αρκεί να είμαστε κοντά στο Χριστό, αλλά να έχουμε ακλόνητη πίστη στο πρόσωπό Του και να ζούμε ανά πάσα στιγμή την ολοζώντανη παρουσία Του στη καθημερινή μας ζωή, ως μέλη ζωντανά του Θεανθρωπίνου Σώματός Του, δηλαδή της Εκκλησίας
.
Για επικοινωνία μαζί μας :
Τηλέφωνο : +30-210-9712456
Φαξ : +30-210-9712456
Ταχυδρομική διεύθυνση : πλατεία Αγ. Δημητρίου, 173 43 – Αγ. Δημήτριος
Ηλεκτρονική διεύθυνση :
inad.dad@dad.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: