Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2009

ΕΝΟΡΙΑΚΟ ΕΡΓΟ







Θ Ε Μ Α: “ Η ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ”


Εισαγωγή.*

Κάθε πιστός, πρέπει να αντιληφθεί, ότι αποτελεί εξαιρετικό προνόμιο των βαπτισμένων στο όνομα του Τριαδικού Θεού, ορθοδόξων χριστιανών, ότι μας αξίωσε ο Θεός να δέχεται την λατρεία μας από θυσιαστήρια και ναούς, που έχουν ανεγερθεί σε κάθε τόπο “της δεσποτείας αυτού”. Προτού να γίνει ο Κύριος άνθρωπος, οι ισραηλίτες ήσαν υποχρεωμένοι να προσφέρουν τις θυσίες τους σ’ ένα μόνο ναό, στο ναό των Ιεροσολύμων. Και έπρεπε από τα πέρατα της γης που ήσαν διασκορπισμένοι οι ισραηλίτες, να ξεκινούν κατά τις μεγάλες εορτές για να έρθουν προς λατρεία του Θεού στα Ιεροσόλυμα, κάνοντας μακρινά και πολυδάπανα ταξίδια. Αντίθετα, εμείς έχουμε “τα Ιεροσόλυμα” μπροστά μας. Σε μικρές αποστάσεις, μέσα στην ίδια συνοικία, συναντούμε ναούς του Κυρίου, καθένας από τους οποίους έχει και θυσιαστήριο, που επικοινωνεί με τ
ον ουρανό, επί του οποίου προσφέρεται η μία αιώνια θυσία. Αυτή η θυσία, ταυτίζεται κατά πάντα με την θυσία την οποία με τον σταυρικό Του θάνατο προσέφερε μια φορά στο φρικτό Γολγοθά ο Χριστός μας.
Ιερείς άνθρωποι προσφέρουν και τώρα μπροστά στα θυσιαστήριά μας αυτά την θυσία της θείας ευχαριστίας. Αν όμως μπορούσαμε να δούμε με καθαρά πνευματικά μάτια τα όσα συμβαίνουν κατά την θεία λειτουργία, θα βλέπαμε ότι αυτός που τελεί το ιερό μυστήριο, είναι ο μέγας Αρχιερέας Κύριός μας και ο ιερέας λειτουργός είναι λογικό όργανο και υπηρέτης του αιωνίου Αρχιερέως. Όσο κι αν φαίνονται πολλά τα θυσιαστήριά μας και εξ ίσου πολλές οι θυσίες που προσφέρονται, θυσιαστήρια και θυσίες ευρίσκονται σε άμεση σχέση με το ένα υπερουράνιο θυσιαστήριο, που είδε ο Ησαΐας να υψώνεται μπροστά στο θρόνο του Θεού. (Ησ.στ΄6-7) Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, επανειλημμένα κάνει λόγο για το θυσιαστήριο αυτό στο βιβλίο της Αποκαλύψεως. (Αποκ.στ΄9 ) Ενώνονται λοιπόν όλα εκεί και γίνονται ένα με το υπερουράνιο αυτό θυσιαστήριο.
Απ’ όσα μέχρι τώρα αναφέραμε, μπορούμε να καταλάβουμε, όσο είναι δυνατόν, τι γίνεται κατά τη λατρεία μας στους ναούς μας.

_____________
*
Η Εισαγωγή προορίζεται για τους Κατηχητές-Κατηχήτριες.

Ό,τι γίνεται στους ουρανούς από τους αγγέλους, το ίδιο και πολύ περισσότερο κάνουμε και εμείς επί της γης. Άγγελοι και άνθρωποι κατά την ώρα της θείας λατρείας συνανυμνούν τον Δεσπότη και Βασιλέα Χριστό. Χερουβείμ, Σεραφείμ, Άγγελοι και Αρχάγγελοι αναμιγνύονται με τους ανθρώπους. “Εννόησον μετά τίνω έστηκας κατά τον καιρόν των μυστηρίων”, λέγει ο ιερός Χρυσόστομος. Πάνω στον ουρανό, “στρατιαί δοξολογούσιν αγγέλων”, κάτω δε στις συνάξεις των πιστών, “χοροστα-τούντες άνθρωποι”, την ίδια με τους αγγέλους επαναλαμβάνουν δοξολογία. Στο υπερουράνιο θυσιαστήριο “τα Σεραφείμ τον τρισάγιον ύμνον” αναπέμπουν απαύστως και με ισχυρή φωνή. Κάτω, τον ίδιο ύμνο, άγιος, άγιος, άγιος, Κύριος Σαβαώθ, επαναλαμβάνει και “των ανθρώπων η πληθύς”. Αυτό άλλωστε, φανερώνει και ο λεγόμενος “χερουβικός ύμνος”: “ Οι τα χερουβείμ μυστικώς εικονίζοντες”.
Ουράνια και υπερουράνια όλα όσα τελούνται κατά τη λατρεία μας. Άγνωστα ήσαν και αποκεκρυμένα και από αυτούς τους αγγέλους, ώστε ο Απόστολος Παύλος να βεβαιώνει, ότι έγινε γνωστό τώρα και στις αγγελικές αρχές και εξουσίες, “διά της Εκκλησίας η πολυποίκιλος σοφία του Θεού” (Εφεσ.γ΄10) Στα χριστιανικά θυσιαστήριά μας, γίνεται πολύ παραπάνω απ’ ό,τι γινόταν στους ουρανούς από τους αγγέλους προτού ενανθρωπήσει ο Χριστός. Υμνούσαν ασιγήτως και έψαλλαν τον επινίκιο ύμνο οι άγγελοι, όπως τους είδε ο Ησαΐας Όμως ο προφήτης δεν είδε “το εν μέσω του θρόνου αρνίον”, που στεκόταν “ως εσφαγμένον, έχον κέρατα επτά και οφθαλμούς επτά”, (Αποκ.ε΄ 6) το οποίο είδε ο Ευαγγελιστής Ιωάννης.
Εδώ λοιπόν είναι, η μεγάλη, η σπουδαία, η απερίγραπτη διαφορά. Εμείς στα επίγεια θυσιαστήριά μας προσφέρουμε αυτόν “τον Αμνόν του Θεού τον αίροντα την αμαρτίαν του κόσμου”. Προσφέρουμε το Αρνίο που “σφάχτηκε” όχι για τους αγγέλους, αλλά για μας τους ανθρώπους. Δεν είπε ο Κύριός μας, παραδίδοντας κατά τον Μυστικό Δείπνο, τον αγιασμένο Άρτο, “τούτο εστί το σώμα μου”; Και δεν πρόσθεσε ύστερα, παραδίδοντας το ποτήριο, “τούτο εστί το αίμα μου το της καινής διαθήκης, το υπέρ ημών εκχυνόμενον”; Εκχυνόμενο, είπε, για να μας βεβαιώσει, ότι το ποτήριο περιείχε το Αίμα Του, που χύθηκε στο Σταυρό προς επικύρωση της Καινής Διαθήκης. Αλλά, πρόσθεσε και κάτι άλλο πολύ σπουδαίο. “Τούτο ποιείται εις την εμήν ανάμνησιν”. “ Και καθάπερ λοιπόν η φωνή αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και πληρώσατε την γην”, παρατηρεί ο ιερός Χρυσόστομος, μία μεν φορά ελέχθη από το στόμα του Κυρίου κατά την ώρα της δημιουργίας, “δια παντός δε του χρόνου γίνεται έργω ενδυναμούσα την φύσιν την ημετέραν προς παιδοποιίαν, ούτω και η φωνή αύτη”, την οποίαν το ίδιο στόμα του Κυρίου εκφώνησε, “άπαξ λεχθείσα” τότε στο Μυστικό Δείπνο, “καθ’ εκάστην τράπεζαν” και σε κάθε θυσιαστήριο “εν ταις εκκλησίαις εξ εκείνου” του χρόνου “μέχρι σήμερον και μέχρι της αυτού παρουσίας την θυσίαν απηρτισμένην εργάζεται”. Ο Κύριος το όρισε, και ο Κύριος το διέταξε. Και όπως ο παντοδύναμος λόγος Του και το δημιουργικό πρόσταγμά Του, ό,τι πει μια φορά, ισχύει για πάντα, από την αρχή της δημιουργίας, για να συγκρατεί, να ανανεώνει και να ζωοποιεί το σύμπαν και την φύση, κατά τον ίδιο τρόπο, το πρόσταγμα του Χριστού μας στον Μυστικό Δείπνο, ισχύει για να μεταβάλλεται ο προσκομιζόμενος στα θυσιαστήριά μας άρτος και οίνος, σε Σώμα και Αίμα Του, σε ουράνια και αιώνια τροφή.
Είναι λοιπόν, ανεκτίμητη αλλά και η μόνη αρεστή στο Θεό θυσία, η θυσία αυτή της θείας Ευχαριστίας, διότι ταυτίζεται εξ ολοκλήρου με τη θυσία του Γολγοθά. Στη θυσία του Γολγοθά, ο Κύριός μας, σαν νέος γενάρχης και αντιπρόσωπός μας, επέδειξε αντιθέτως με τον πρώτο Αδάμ που παρήκουσε στην Εδέμ, υπακοή στον Επουράνιο Πατέρα Του, μέχρι θανάτου, “θανάτου δε σταυρού” Και υπέστη Αυτός τον θάνατο, που έπρεπε να υποστούμε όλοι μας για την επικρατούσα αμαρτία σε όλη την ανθρωπότητα. Ακριβώς δε διότι έπαθε ως αντιπρόσωπος δικός μας, έχοντας ενωμένη στο άγιο πρόσωπό Του την Θεία και την ανθρώπινη φύση, γι’ αυτό και η θυσία Του, ως θυσία Θεανθρώπου, έχει άπειρη αξία και καμία άλλη θυσία δεν μπορεί να βρεθεί, που να είναι τόσο αρεστή και τόσο ευπρόσδεκτη στο Θεό.
Αυτή λοιπόν την θυσία επαναλαμβάνουμε στα θυσιαστήριά μας. Και “τον αυτόν “ προσφέρουμε Χριστό, όχι τώρα μεν “έτερον πρόβατον, αύριον δε έτερον αλλ’ αεί το αυτό”. “Μία εστίν η θυσία”, “εις πανταχού ο Χριστός”, φωνάζει ο ιερός Χρυσόστομος. Και “θύεται ο αμνός παρά των αγίων ιερουργών”, οι οποίοι “λειτουργούσι τω Θεώ και την αναίμακτον αυτώ τελούσι θυσίαν”, και υπ’ αυτών “ιερεύεται μόνος αμνός άμωμος, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου”, προσθέτει ο Αλεξανδρείας Κύριλλος. Και δια της μίας αυτής θυσίας, την οποία συνεχώς στη θεία ευχαριστία προσφέρουμε, επιζητούμε τις ωφέλειες και τα αγαθά, τα οποία απέρρευσαν από τη θυσία του Σταυρού.
Αλλά η θεία ευχαριστία, όπως είπαμε ήδη, είναι ουράνια τροφή. Αυτός ο Κύριός μας δεν είπε για τον εαυτό Του, ότι “Εγώ ειμί ο άρτος ο ζων, ο εκ του ουρανού καταβάς”. (Ιω.στ΄51) “Τούτο το σώμα”, λέγει ο ιερός Χρυσόστομος, το οποίον “και ήλιος ιδών σταυρούμενον” εσκοτίσθη και “τας ακτίνας απέστρεψε”, το καταματωμένον, “το λόγχη πληγέν και σωτηρίας πηγάς αναβλύσαν, έδωκεν” σε εμάς να το τρώγουμε στο μυστήριο της θείας ευχαριστίας. “Πόσοι”, αναφωνεί ο θείος πατέρας, λέγουν τώρα: Θα ήθελα να δω τη μορφή του Κυρίου, τα ιμάτιά Του, τα υποδήματά Του. Και να, κατά τη θεία ευχαριστία, “αυτόν οράς, αυτού άπτη, αυτόν εσθίεις”.Και συ μεν επιθυμείς να έβλεπες τα ιμάτιά Του, “αυτός δε” σου δίνει τον εαυτό Του, όχι μόνο να τον δεις, “αλλά και άψασθαι και φαγείν και λαβείν ένδον”. Προσθέτει όμως και κάτι φοβερότερο ο θείος πατέρας. “Ποίας ηλιακής ακτίνος” πρέπει να είσαι καθαρώτερος συ, ο οποίος απολαύεις τοιαύτης τραπέζης; Πόσον καθαρόν πρέπει να είναι το στόμα σου το “πληρούμενον πυρός πνευματικού;” Πόσον αμόλυντον πρέπει να έχεις “την γλώσσαν, την φοινισσομένην αίματι φρικωδεστάτω; Εννόησον ποίαν ετιμήθης τιμής, ποίας απολαύεις τραπέζης!”
Καθένας όμως, όταν μετά φόβου και με την απαιτούμενη προετοιμασία τρώγει την Σάρκα και πίνει το Αίμα του Κυρίου, κατά τη βεβαίωσή Του, “εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ”. (Ιω.στ΄56) Ενώνεται με τον Χριστό και γίνεται σύσσωμος μαζί Του και “εν αυτώ ανακιρνάται”, “αναμιγνύμενος” μετά του Χριστού, “ώστε εν Χριστώ μεν αυτών ευρίσκεσθαι, Χριστόν δε πάλιν εν αυτώ”. (Κύριλλος Άλεξ.) Δηλαδή, ενσωματούται εν τω Χριστώ. Ενώνεται μαζί Του ως μέλος του Σώματός Του, μένει εν τω Χριστώ, ως μέλος Του αδιάσπαστο και ο Χριστός μένει σ’αυτόν ως εις έμψυχο ναό Του.


Ανάλυση της Θείας Λειτουργίας.
Α. Λειτουργία των Κατηχουμένων.
Η θεία λειτουργία αρχίζει με την δοξολογία του ονόματος της Αγίας Τριάδος.
“Ευλογημένη η βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων”.
Όποιος δεν δέχεται το βασικότατο τούτο δόγμα της πίστεώς μας, δεν μπορεί να συμμετάσχει στην λατρεία. Όταν ο ιερέας κάνει την σύντομη αυτή ομολογία της πίστεώς μας, οι χριστιανοί στέκονται όρθιοι και κλίνουν ελαφρώς την κεφαλή για να δηλώσουν ότι συμφωνούν απολύτως. Κάνουμε επίσης και το σημείο του σταυρού, σύμβολο και λάβαρο της νίκης, ομολογία ότι ανήκουμε στην παράταξη του εσταυρωμένου.

Ειρηνικά.
Ακολουθούν αμέσως από τον διάκονο ή τον ιερέα μικρές σύντομες αιτήσεις, που όλες μαζί λέγονται ειρηνικά, επειδή αρχίζουν με το “εν ειρήνη του Κυρίου δεηθώμεν”, ή συναπτή, επειδή κατά κάποιο τρόπο επισυνάπτεται η μία ευχή μετά της άλλης. Τα ειρηνικά περιλαμβάνουν αιτήματα για την εσωτερική ειρήνη της ψυχής, η οποία θα είναι δώρο “άνωθεν”, υπέρ της σωτηρίας των ψυχών μας, υπέρ της ειρήνης του κόσμου, υπέρ της ενώσεως των εκκλησιών, υπέρ του ναού μέσα στον οποίο βρισκόμαστε και όσων εισέρχονται σ’ αυτόν, υπέρ του αρχιεπισκόπου, υπέρ της πόλεως στην οποία κατοικούμε, υπέρ της ευφορίας των καρπών της γης, υπέρ εκείνων που ταξιδεύουν, που είναι ασθενείς, αιχμάλωτοι ή κινδυνεύουν. Τα αιτήματα αυτά οι χριστιανοί δεν τα παρακολουθούν απλώς, αλλά τα βιώνουν με την καρδιά τους η οποία θα πρέπει να ενδιαφέρεται για όλο τον κόσμο.
Αντίφωνα.
Μόλις τελειώσει η μεγάλη συναπτή, οι ψάλτες, ως εκπρόσωποι του λαού, ψάλλουν το α΄ αντίφωνο. (αντίφωνα =απαντήσεις) Δηλαδή, ψάλλει το ένα ο δεξιός χορός και απαντά ο αριστερός. Πρώτο αντίφωνο είναι το, “Ταις πρεσβείαις της Θεοτόκου...”. Ο διάκονος ή ο ιερέας επαναλαμβάνει μία μικρά συναπτή και εν συνεχεία ο λαός ψάλλει το β΄ αντίφωνο, “Σώσον ημάς Υιέ Θεού...”. Μαζί με το β΄ αντίφωνο λέγεται και το αρχαιότατο τροπάριο, “Ο Μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού...”. Ο διάκονος συνεχίζει μία δεύτερη μικρά συναπτή και αμέσως ακολουθεί το γ΄ αντίφωνο, το οποίο είναι ή το τροπάριο του ήχου, (κάθε ένας από τους οκτώ ήχους της βυζαντινής μουσικής έχει το χαρακτηριστικό του τροπάριο), ή το τροπάριο της εορτής της ημέρας εκείνης. Παλαιότερα εψάλλοντο ολόκληροι ψαλμοί του Δαυίδ και οι Μακαρισμοί από την επί του Όρους Ομιλίας του Κυρίου, απομεινάρια των οποίων είναι οι στίχοι που ακούμε πριν από τα αντίφωνα. Σήμερα ψάλλονται συνήθως στην περίοδο της Μ. Τεσσαρακοστής και λέγονται Τυπικά.

Μικρά Είσοδος.
Την ώρα που ψάλλεται το γ΄ αντίφωνο, ο διάκονος ή οι ιερείς μεταφέρουν το ιερό Ευαγγέλιο, εξερχόμενοι από την βόρεια πύλη του ιερού Βήματος, για να το εναποθέσουν επίσημα επί της Αγίας Τραπέζης. Αυτό λέγεται Μικρά Είσοδος. Συμβολίζει τον ερχομό του Σωτήρος στο κόσμο και την αρχή της διδασκαλίας Του. Ολόκληρη η θεία λειτουργία είναι και μία τέλεια “αναπαράσταση” της ζωής, του κηρύγματος, της σταυρικής θυσίας και της αναστάσεως Του. Το Ευαγγέλιο το οποίο κρατάει ο διάκονος ή ο ιερέας, εικονίζει τον Χριστό, η δε προπορευόμενη λαμπάδα τον Πρόδρομο, ο οποίος προηγήθηκε και ετοίμασε τις καρδιές των ανθρώπων για την υποδοχή του Σωτήρα. Στο μέσον του ναού, ο διάκονος ή ο ιερέας, υψώνει το Ευαγγέλιο και λέγει: “Σοφία”, δηλαδή το βιβλίο αυτό περιέχει την κατ’ εξοχήν σοφία, την αλήθεια του Θεού. “Ορθοί”, να σταθούμε όρθιοι για να δώσουμε την πρέπουσα τιμή. Στα λόγια του διακόνου ή του ιερέα, ο λαός απαντάει: “Δεύτε προσκυσωμεν και προσπέσωμεν...”. Εμπρός λοιπόν, ας προσκυνήσουμε και ας πέσουμε με ταπείνωση μπροστά στο Σωτήρα Χριστό.

Απολυτίκια.
Απολυτίκιο, είναι το τροπάριο που εξυμνεί έναν Άγιο ή το γεγονός μιας εορτής και ψάλλεται για πρώτη φορά, λίγο πριν την απόλυση, το τέλος, του Εσπερινού, και εξ αυτού λέγεται απολυτίκιο. Τα απολυτίκια είναι συνήθως τρία: α) του ήχου της ημέρας, β) της εορτής της ημέρας και γ) του Αγίου στον οποίο είναι αφιερωμένος ο ναός.

Τρισάγιο.
Οι ψάλτες ψάλλουν τον Τρισάγιο Ύμνο, δηλαδή, το “Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος, ελέησον ημάς”. Είναι ύμνος των πρώτων χριστιανικών χρόνων που μπήκε στη θεία λειτουργία κατά διαταγή του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Μικρού, το έτος 438, ύστερα από την παύση των σεισμών στην Κωνσταντινούπολη. Χριστούγεννα, Φώτα, Πάσχα, Πεντηκοστή, και Σάββατο του Λαζάρου αντί του Τρισαγίου, ψάλλουμε το, “Οσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε, αλληλούια”, διότι τις ημέρες αυτές εβαπτίζοντο ομαδικά τα πρώτα χρόνια του χριστιανισμού.

Τα Αναγνώσματα: Απόστολος, Ευαγγέλιο.
Ο διάκονος από την Ωραία Πύλη, μας προτρέπει: “Πρόσχωμεν”, δηλαδή, να προσέξουμε. “Σοφία”, θα ακούσουμε τη Σοφία του Θεού. Ο Απόστολος είναι μία περικοπή από τις Πράξεις ή από τις Επιστολές των Αποστόλων. Μετά την ανάγνωση ο ιερέας ευλογεί τον αναγνώστη, ενώ ο λαός ψάλλει το, “Αλληλούια”, που σημαίνει, αινείται τον Θεό. Ακολουθεί η ανάγνωση του Ευαγγελίου που είναι περικοπή από την ζωή ή το κήρυγμα του Χριστού.

Το κήρυγμα.
Μετά το Ευαγγέλιο, ακολουθούσε το κήρυγμα. Σήμερα μεταφέρθηκε στην ώρα του “κοινωνικού”, προς οικονομία χρόνου. Το κήρυγμα της θείας λειτουργίας διαφέρει από τα κηρύγματα που γίνονται σε αίθουσες ή αλλού. Το κήρυγμα αυτό πρέπει να το ακούμε σαν να μας μιλάει ο ίδιος ο Θεός. Πολλοί Πατέρες λένε ότι πριν από το κήρυγμα πρέπει να κάνεις την προσευχή σου για να σε βοηθήσει ο Θεός δια της χάριτός Του, να αισθανθείς τα λόγια Του.
Το μέχρις εδώ τμήμα της θείας λειτουργίας, λέγεται Λειτουργία των Κατηχουμένων, επειδή μέχρι αυτού του σημείου μπορούσαν να παρευρίσκονται και οι κατηχούμενοι, δηλαδή οι αβάπτιστοι. Μετά το κήρυγμα απεσύροντο και έμεναν μόνο οι πιστοί και γι’ αυτό το δεύτερο τμήμα της θείας λειτουργίας, δηλαδή, από το τμήμα αυτό μέχρι το τέλος, λέγεται λειτουργία των πιστών.

Β. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΝ
Το Χερουβικό.
Η λειτουργία των πιστών αρχίζει από τη στιγμή που ο λαός ψάλλει τον χερουβικό ύμνο:
“Οι τα χερουβείμ μυστικώς εικονίζοντες και τη ζωοποιώ Τριάδι τον τρισάγιον ύμνον προσάδοντες πάσαν την βιοτικήν αποθώμεθα μέριμναν...”.
Ο ύμνος μας υπενθυμίζει ότι πρέπει να γίνουμε όμοιοι με τα χερουβείμ, τα’ αγγελικά τάγματα που βρίσκονται πλησίον του Θεού και τον υμνούν νυχθημερόν, για να μπορέσουμε να υποδεχθούμε τον βασιλέα της δόξης, ο οποίος προπέμπεται και συνοδεύεται από μυριάδες αγγέλων. Για να επιτύχουμε αυτό, πρέπει, “πάσαν την βιοτικήν αποθώμεθα μέριμναν”, δηλαδή, να αφήσουμε κάθε υλικό και γήινο λογισμό. Για να νοιώσουμε τη λατρεία μας, χρειάζεται απαγκίστρωση από τις μέριμνες της ζωής. Ο Ναός συμβολίζει τον ουρανό. Μόλις πατάμε από το δρόμο το πόδι μας στο κατώφλι του ναού, είναι σαν να αφήνουμε πίσω τη γή και τα γήινα και να μπαίνουμε στον ουρανό.
Την ίδια στιγμή που ο λαός ψάλλει το χερουβικό, ο ιερέας μπροστά στην αγία Τράπεζα με μια ωραία και συγκινητική ευχή, εκθέτει την αναξιότητά του και ζητάει το έλεος του Θεού για να προσφέρει τη θυσία. Κατόπιν, και ενώ συνεχίζεται ο χερουβικός ύμνος, θυμιά την αγία Τράπεζα, εξέρχεται στην ωραία Πύλη, θυμιά τις εικόνες και το λαό, λέγοντας τον πεντηκοστό ψαλμό και αφού εισέλθει, ασπάζεται την αγία Τράπεζα και εν συνεχεία από την ωραία Πύλη υποκλίνεται στο λαό, παρέχοντας και ζητώντας συγγνώμη από το λαό-εκκλησίασμα.

Μεγάλη Είσοδος.
Ο χερουβικός ύμνος διακόπτεται στο μέσον και ο διάκονος ή ο ιερέας, κρατώντας τα Τίμια Δώρα, που ύστερα από λίγο θα καθαγιαστούν, με μεγαλοπρεπή πομπή, με λαμπάδες και εξαπτέρυγα, τα μεταφέρει από την πρόθεση στην αγία Τράπεζα, παρακαλώντας: “πάντων ημών, μνησθείη Κύριος ο Θεός εν τη Βασιλεία Αυτού πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων”.
Η Μεγάλη Είσοδος συμβολίζει την μεταφορά του σώματος του Κυρίου από το Σταυρό στο Τάφο, τον οποίο συμβολίζει η αγία Τράπεζα.

Αιτήσεις.
Μετά την συμπλήρωση του χερουβικού, “...ταις αγγελικαίς αοράτως δορυφορούμενον τάξεσιν. Αλληλούια”. Ο διάκονος, αναπέμπει στο Θεό, σειρά αιτήσεων, όπως, να περάσουμε άγια το υπόλοιπο της ημέρας, να μας χαρίσει φύλακα άγγελο, να έχουμε χριστιανικά, ανώδυνα, ανεπαίσχυντα τα τέλη μας κλπ.

Η Ομολογία της Πίστεως.
Φθάσαμε στο σημείο, που πρέπει να ετοιμαστούμε εντονότερα για τη μεγάλη στιγμή. Ο ιερέας βγαίνει στην ωραία Πύλη, ευλογεί το λαό και λέγει: “ειρήνη πάσι”. Εσωτερική γαλήνη να έχετε όλοι σας. Και ο λαός απαντά: “και τω πνεύματί σου”, δηλαδή και εσύ να έχεις ειρήνη. Για να υπάρξει όμως ειρήνη, πρέπει να υπάρχει αγάπη ανάμεσά μας, και γι’ αυτό ο ιερέας προτρέπει το λαό: “Αγαπήσωμεν αλλήλους, ίνα εν ομονοία ομολογήσωμεν”. Αλλά τι να ομολογήσουμε; “Πατέρα, Υιόν και Άγιο Πνεύμα, Τριάδα ομοούσιον και αχώριστον. Επαναλαμβάνουμε άλλα μια φορά ότι πιστεύουμε στην Αγία Τριάδα.
Τους πρώτους αιώνες του χριστιανισμού, οι χριστιανοί αυτή τη στιγμή ασπαζόντουσαν ο ένας τον άλλον. Αργότερα περιορίστηκε ο ασπασμός αυτός μεταξύ των ιερέων. Εν συνεχεία, ο διάκονος εκφωνεί: “Τας θύρας, τας θύρας εν σοφία πρόσχωμεν”. Οι υπεύθυνοι έπρεπε να κλείσουν τις πόρτες. Δεν μπορούσε πλέον ούτε να μπει κανείς στο ναό, αλλά ούτε και να βγει. Ο καθένας πρέπει να μένει στη θέση του ακίνητος για να μη διασπά την προσοχή των άλλων. Ο λαός απαγγέλλει το σύμβολο της πίστεως.
Το Σύμβολο της Πίστεως, περιλαμβάνει το τι πιστεύουμε εμείς οι Ορθόδοξοι χριστιανοί, και δεν επιτρέπεται σε κανέναν να μη το γνωρίζει απ’ έξω. Το συνέταξε η Α΄ και η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος και αποτελείται από δώδεκα άρθρα. Το Σύμβολο της Πίστεως το απαγγέλλει και ο ιερέας μόνος του, σείοντας ελαφρώς τον “αέρα”, (ένα πάνινο κάλυμμα των Τιμίων Δώρων) πάνω από τα Αγια Δώρα. Η κίνηση αυτή έχει συμβολικό χαρακτήρα και συμβολίζει την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος.

Ο Διάλογος.
Όλα είναι έτοιμα. Βρισκόμαστε στο υψηλότερο σημείο της λατρείας μας. Κανένα μυστήριο και καμία προσευχή δεν συγκρίνεται με το τμήμα αυτό της λατρείας μας. Και αρχίζει η ανάβαση προς τα ουράνια μ’ ένα δραματικό διάλογο που γίνεται μεταξύ του ιερέως και του λαού. Ο ιερέας, λέγει: “Στώμεν καλώς! Στώμεν μετά φόβου! Πρόσχωμεν την αγίαν αναφοράν, εν ειρήνη προσφέρειν”. Να σταθούμε καλά, να σταθούμε με φόβο. Να είμαστε αδελφωμένοι με απόλυτη ψυχική ηρεμία για να προσφέρουμε τη θυσία. Ο λαός απαντά: “Έλεον ειρήνης, θυσίαν αινέσεως”. Έλεος ζητάμε από το Θεό, γαλήνη εσωτερική για να προσφέρουμε τη θυσία που θα δώσει δόξα στο Θεό. Συγκινημένος ο ιερέας, από την απάντηση του λαού, προσθέτει: “Η χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και η αγάπη του Θεού και Πατρός και η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος, είη μετά πάντων ημών”. Ο λαός του ανταποδίδει την ευχή: “Και μετά του πνεύματός σου”. Και σε σένα να έλθουν όλα αυτά. Ο ιερέας: “Άνω σχώμεν τας καρδίας”. Να σηκώσουμε ψηλά τις καρδιές μας. Ο λαός: “Έχομεν προς τον Κύριος”. Προς τα εκεί έχουμε στραμμένη την προσοχή μας. Ο ιερέας: “Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω”. Ας ευχαριστήσουμε τον Κύριο. Ο λαός απαντά: “Άξιον και δίκαιον”. Και άξιον είναι και δίκαιον να τον ευχαριστήσουμε.

Η Ευχή της Αναφοράς.
Ο ιερέας, μπροστά στην Αγία Τράπεζα, διαβάζει μια από τις ωραιότερες ευχές της θείας λειτουργίας, την ευχή της αγίας αναφοράς, Η ευχή αρχίζει με δοξολογία προς τον Κύριο: “Άξιον και δίκαιον, Σε υμνείν, Σε ευλογείν, Σοι ευχαριστείν, Σε προσκυνείν...”, και συνοψίζει με υπέροχο και συνοπτικό τρόπο, όλο το έργο της θείας οικονομίας. “Εσύ, λέει η ευχή, από το μηδέν μας έφερες στο να είμαστε και όταν με την προπατορική αμαρτία χάσαμε τον προορισμό μας, μας σήκωσες πάλι από την θανατηφόρο πτώση και δεν έπαψες να ενεργείς πάντα, έως ότου μας ανύψωσες δια του Ιησού Χριστού, στον ουρανό και μας χάρισες την μέλλουσα βασιλεία Σου. Για όλα αυτά Σ’ ευχαριστούμε...για τα τόσα αγαθά Σου προς εμάς, όσα ξέρουμε και όσα δεν ξέρουμε, για τις φανερές και αφανείς ευεργεσίες Σου, όσες έχουν γίνει σε μας από την άπειρη αγαθότητά Σου. Σ΄ ευχαριστούμε και για την λειτουργία αυτή, την οποίαν έκρινες άξιο να δεχθείς από τα χέρια μας, αν και παραστέκουν μπροστά Σου χιλιάδες Αρχαγγέλων και μυριάδες Αγγέλων, τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ”.
Ακολουθεί ο Επινίκιος Ύμνος: “Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης ο ουρανός και η γη της δόξης Σου...”. Ο ύμνος αυτός αποτελείται από δύο μέρη. Το πρώτο μέρος είναι από τον ύμνο που άκουσε ο Ησαΐας να ψάλλουν μπροστά στο θρόνο του Θεού οι άγγελοι και το δεύτερο μέρος είναι από την υποδοχή που έκανε ο λαός στον Ιησού, όταν έμπαινε στα Ιεροσόλυμα.
Βρισκόμαστε πλέον στο κρισιμότερο σημείο. Το θυσιαστήριο κυκλώνεται από μυριάδες αγγέλων και αρχαγγέλων, οι οποίοι μάλιστα επιθυμούν να συμμετάσχουν στα τελούμενα , αλλά δεν τους έχει δοθεί το χάρισμα αυτό. Εδώ υπερέχουμε οι άνθρωποι των αγγέλων. Ο ιερέας λέγει τα ιδρυτικά λόγια του Μυστηρίου: “Λάβετε φάγετε... Πίετε εξ αυτού πάντες...” Ο λαός απαντά με το “αμήν”. Ο ιερέας: “Tα Σα εκ των Σων, Σοι προσφέρομεν κατά πάντα και δια πάντα”. Ο λαός με κατάνυξη ψάλλει: “Σε υμνούμεν, Σε ευλογούμεν, Σοι ευχαριστούμεν Κύριε και δεόμεθά Σου ο Θεός ημών”, ενώ ο ιερέας σε στάση ικεσίας μπροστά στο θυσιαστήριο, λέγει την συγκλονιστική ευχή της καθαγιάσεως των Τιμίων Δώρων: “...Και ποίησον τον μεν άρτον τούτον Τίμιον Σώμα του Χριστού Σου..., το δε εν τω ποτηρίω τούτο Τίμιον Αίμα του Χριστού Σου... μεταβαλών τω Πνεύματί Σου τω Αγίω...”. Τώρα δεν υπάρχει πια άρτος και οίνος, αλλά το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Ο άπειρος Θεός, βρίσκεται μέσα στο άγιο Ποτήριο και πάνω στο άγιο Δισκάριο. Τα όσα συμβαίνουν τις φρικτές στιγμές αυτές, είναι αδύνατο να τα συλλάβει το ανθρώπινο μυαλό. Κατά τη γνώμη των Πατέρων μας, οι παρευρισκόμενοι στο ιερό μυστήριο, δέχονται την επενέργεια του Αγίου Πνεύματος, και καθαρίζονται κατά κάποιο τρόπο, ανάλογα βέβαια και με την πνευματική τους ζωή, από τις ακούσιες αμαρτίες τους, για να συμμετάσχουν όσο το δυνατόν πιο καθαροί στη θεία ευχαριστία. Η αμαρτωλότητα του τελετουργού ιερέως ή των πιστών μέσα στο ναό, δεν εμποδίζει το Άγιο Πνεύμα να κάνει την μεταβολή των Τιμίων Δώρων, διότι η θυσία προσφέρεται απ’ όλη την Εκκλησία, της οποίας κεφαλή είναι ο Χριστός, μέλη δε όλοι οι πιστοί της γης και οι άγιοι του ουρανού.
Γιατί όμως έγινε η “μεταβολή”; Το λέγει ο ιερέας στη συνέχεια της ευχής: “...ώστε γενέσθαι τοις μεταλαμβάνουσι εις νήψιν ψυχής, εις άφεσιν αμαρτιών, εις Κοινωνίαν του Αγίου Πνεύματος, εις βασιλείας ουρανών πλήρωμα, εις παρρησίαν την προς Σε, μη εις κρίμα ή εις κατάκριμα”. Εδώ βλέπουμε ότι βασικός σκοπός της θείας λειτουργίας είναι η συμμετοχή των πιστών στη θεία Κοινωνία και η ένωσή μας με το Θεό και με το Σώμα της Εκκλησίας. Ο θεός, λέγει ο ιερός Χρυσόστομος, έσμιξε το Αίμα Του με το δικό μας, για να μας φτιάξει μια καινούργια ύπαρξη ενωμένη μαζί Του. Η θεία φωτιά, που παίρνουμε μέσα μας, λέει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, θα κάψει τα αμαρτήματά μας, θα φωτίσει την καρδιά μας και μετέχοντες στην Θεία Φωτιά θα αγνιστούμε και θα θεωθούμε. Ένωση λοιπόν με το Θεό και με όλους τους πιστούς, όλων των αιώνων, διότι ανάμεσα στις φλέβες όλων τρέχει το ίδιο Αίμα, το Αίμα του Χριστού. Οσοι τα γνωρίζουν αυτά και τα ζουν, ζουν την στιγμή αυτή την αιωνιότητα. Να γιατί δεν είναι το ίδιο ν’ ακούς τη θεία λειτουργία από το ραδιόφωνο ή να τη βλέπεις από την τηλεόραση. Μπορεί στο σπίτι να ικανοποιείται καλύτερα το αυτί, δεν επιτυγχάνεται όμως ο βασικός σκοπός της θυσίας, η θέωση του ανθρώπου και η ένωσή του μετά της Εκκλησίας. Φυσικά δεν αναφερόμαστε σε ειδικές περιπτώσεις ασθενών που όντως δεν μπορούν να πάνε στην εκκλησία.
Αλλά για ποιόν και για ποιους προσφέρεται η θυσία; Η Εκκλησία αποτελείται απ’ όλους τους ανθρώπους, οι οποίοι πιστεύουν στον Ιησού Χριστό, έχουν βαπτιστεί στο όνομα του Τριαδικού Θεού και ζουν με μυστηριακή ζωή. Την Εκκλησία δεν την αποτελούν μόνο οι ζώντες πιστοί, αλλά και οι αποθανόντες. Και “διαιρείται” η Εκκλησία κατά κάποιο τρόπο σε δύο μέρη: Στην στρατευομένη Εκκλησία, την οποίαν αποτελούμε όλοι εμείς που ζούμε στη γη, και στη θριαμβεύουσα , η οποία αποτελείται από τους αποθανόντες πιστούς. Μεταξύ των μελών των δύο μερών, των δύο στρατοπέδων, της Εκκλησίας μας υπάρχει στενή σχέση. Υπέρ ολοκλήρου της Εκκλησίας προσφέρεται η αναίμακτος θυσία του Ιησού Χριστού σε κάθε θεία λειτουργία. Η θεία λειτουργία δηλαδή, δεν εξυπηρετεί μόνο τις ψυχικές ανάγκες των επιζώντων, της στρατευομένης Εκκλησίας, αλλά εξυπηρετεί και όλους όσοι απέθανον “εν ευσεβεία και ελπίδι αναστάσεως”. Γι’ αυτό και ο ιερέας μνημονεύει: “Έτι προσφέρομέν Σοι την λογικήν ταύτην λατρείαν υπέρ των εν πίστει αναπαυσαμένων προπατόρων, πατέρων , πατριαρχών, προφητών, αποστόλων, κηρύκων, ευαγγελιστών, μαρτύρων, ομολογητών, εγκρατευτών και παντός πνεύματος δικαίου τετελειωμένου”.

Ιδιαίτερη τιμή προς τη Θεοτόκο.
“Όλως ιδιαιτέρως εκ των εν ουρανοίς ευρισκομένων”, η θυσία προσφέρεται υπέρ της Παναγίας. Αυτό το τμήμα της ευχής το λέει δυνατά ο λειτουργός: “Εξαιρέτως της Παναγίας, αχράντου, υπερευλογημένης, ενδόξου, δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας”. Ο λαός για να τιμήσει την Θεοτόκο, ψάλλει ύμνο προς τιμή Της. Στη λειτουργία του ιερού Χρυσοστόμου, ο ύμνος αυτός είναι το” Άξιον εστίν ως αληθώς...”.
Ο λειτουργός συνεχίζει μυστικώς να μνημονεύει νεκρούς και ζώντας, χάριν των οποίων προσφέρεται η θυσία, αναφέροντας και συγκεκριμένα ονόματα. Στα παλαιά χρόνια, τα ονόματα όλα, ζώντων και τεθνεώτων, υπήρχαν στα λεγόμενα “Δίπτυχα”. Ήταν ένα βιβλίο με δύο φύλλα, που στο ένα εγράφοντο τα ονόματα των ζώντων και στο άλλο των κεκοιμημένων. Υπήρχε ένα Δίπτυχο για κάθε οικογένεια. Μεταξύ των ζώντων ο λειτουργός μνημονεύει ιδιαιτέρως τον Επίσκοπο, ως κεφαλή της ορατής Εκκλησίας: “Εν πρώτοις μνήσθητι Κύριε του Αρχιεπισκόπου ημών... ον χάρισαι ταις αγίαις σου εκκλησίαις, σώον έντιμον, υγιά, μακροημερεύοντα και ορθοτομούντα τον λόγον της Σης αληθείας”.
Εν συνεχεία ο ιερέας παρακαλεί τον Κύριο να θυμηθεί να εξαποστείλει τα ελέη Του στη Πόλη στην οποία κατοικούμε, “εις πάσαν πόλιν και χώραν”, καθώς επίσης, να θυμηθεί εκείνους που ταξιδεύουν , που είναι άρρωστοι, που υποφέρουν, που είναι αιχμάλωτοι, εκείνους που εργάζονται και συμβάλλουν στο έργο της Εκκλησίας, καθώς και εκείνους που θυμούνται τους φτωχούς.

Οι δεήσεις υπέρ των αποθανόντων.
Εκτός από τον λειτουργό και οι πιστοί που συμμετέχουν στη θεία λειτουργία, μπορούν , και έχουν υποχρέωση, να μνημονεύουν τα ονόματα των συγγενικών και φιλικών τους προσώπων και των μεν αποθανόντων τα μνημονεύουν υπέρ αναπαύσεως της ψυχής τους, των δε ζώντων υπέρ υγείας και σωτηρίας τους. Αυτό μας υπενθυμίζει ο διάκονος όταν από την ωραία Πύλη λέγει: “Και ων έκαστος κατά διάνοιαν έχει και πάντων και πασών”, δηλαδή, και όλους εκείνους που κάθε πιστός έχει στο μυαλό του.
Την δέηση υπέρ των αποθανόντων η Εκκλησία, έχει ορίσει από αρχαιοτάτων χρόνων. Όλοι δε οι Πατέρες συμφωνούν και τονίζουν ότι μεγάλη ανακούφιση προσφέρουν στους αποθανόντας, οι προσευχές που κάνουμε προς χάρη τους, οι ελεημοσύνες και κυρίως η θεία λειτουργία. Όλα αυτά βέβαια ωφελούν, μόνο εκείνους που εκοιμήθησαν εν μετανοία και με την ελπίδα της αιωνίου ζωής. Εμείς είμεθα υποχρεωμένοι όλους να τους θυμόμαστε, διότι δεν γνωρίζουμε ποιοι ακριβώς είναι εκείνοι που εκοιμήθησαν εν μετανοία. Και ακόμη πρέπει να θυμόμαστε τους νεκρούς μας, διότι έτσι δείχνουμε την ευγνωμοσύνη μας και την αγάπη μας, είτε συγγενείς μας ήσαν, είτε φίλοι μας, είτε δάσκαλοί μας, είτε ιερείς μας. Όταν ένας πονάει, φωνάζει. Και φωνάζει όχι για να τον ακούσουν και να θεραπευτεί ο πόνος του, αλλά φωνάζει διότι πονάει. Το ίδιο συμβαίνει και με την προσευχή μας για τους κεκοιμημένους. Η προσευχή μας είναι κραυγή αγάπης προς το Θεό για τα’ αγαπημένα μας πρόσωπα. Το τι θα κάνει ο Θεός δεν μπορούμε να το προβλέψουμε. Όταν ο ιερέας τελειώσει την μνημόνευση ζώντων και τεθνεώτων, λέγει δυνατά (εκφώνως) τον επίλογο της ευχής της Αγίας Αναφοράς: “Και δος ημίν εν ενί στόματι και μια καρδία δοξάζεις και ανυμνείν...”.

Προετοιμασία για τη θεία Κοινωνία.
Σκοπός τελικός της θείας λειτουργίας είναι η κοινωνία του Αγίου Σώματος και Αίματος του Κυρίου από όλους τους πιστούς. Τώρα που ο Χριστός αναμένει επί της Αγίας Τραπέζης, το υπόλοιπο τμήμα της θείας λειτουργίας μας προετοιμάζει κατάλληλα. Η προετοιμασία αρχίζει με την ευλογία του λειτουργού προς τους πιστούς: “Και έσται τα ελέη του μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, μετά πάντων ημών”. Εν συνέχεια ο διάκονος κάνει μία σειρά δεήσεων με σκοπό να μας ενισχύσει το πόθο της θείας μεταλήψεως, ενώ ο ιερέας με τη ευχή της προπαρασκευής, όπως λέγεται, παρακαλεί το Θεό να μας αξιώσει να μεταλάβουμε των “επουρανίων και φρικτών μυστηρίων”. Η ευχή αυτή, “Σοι παρακατατιθέμεθα την ζωήν ημών άπασαν και την ελπίδα, Δέσποτα Φιλάνθρωπε, και παρακαλούμεν Σε και δεόμεθα και ικετεύομεν...”, με τα ρήματα στον πληθυντικό αριθμό, μας υπενθυμίζει ότι την θυσία δεν προσφέρει μόνος του ο ιερέας, αλλά προσφέρεται από όλη την Εκκλησία, της οποίας εκπρόσωπος είναι ο λειτουργός. Αυτό μας κάνει να σκεπτόμαστε, πόσο προσεκτικοί και αφοσιωμένοι πρέπει να είμαστε στα λεγόμενα και τελούμενα.
Ακολούθως λέγεται η Κυριακή προσευχή, το “πάτερ ημών”. Είναι μία προσευχή, που έτσι ακριβώς μας την παρέδωσε ο ίδιος ο Χριστός. Ο διάκονος δίνει το “σύνθημα”, να κλίνουν οι πιστοί την κεφαλή: “Τας κεφαλάς ημών τω Κυρίω κλίνωμεν”, ενώ ο ιερέας διαβάζει δύο ευχές, δια των οποίων ευχαριστεί και συγχρόνως παρακαλεί το Θεό, η θυσία να προσφέρει σε όλους αγαθά, αναλόγως της ιδιαιτέρας ανάγκης που ο καθένας έχει: “Συ ουν Δέσποτα, τα προκείμενα πάσιν ημίν εις αγαθόν εξομάλισον κατά την εκάστου ιδίαν χρείαν. Τοις πλέουσιν σύμπλευσον, τοις οδοιπορούσιν συνόδευσον, τους νοσούντας ιάσαι, ο ιατρός των ψυχών και των σωμάτων ημών”. Πλησιάζει τώρα η ώρα της θείας κοινωνίας. Ο διάκονος ευρισκόμενος έξω από το ιερό, αναφωνεί: “Πρόσχωμεν”, ας προσέξουμε. Και ο ιερέας, υψώνοντας στα χέρια του τον Άγιο Άρτο, λέγει ποιοι δικαιούνται να κοινωνήσουν: “Τα Αγια τοις Αγίοις”, δηλαδή, τα άγια Δώρα, είναι μόνο για τους αγίους τους εξομολογημένους, τους καθαρούς, τους πνευματικά αγωνιζομένους, τους πιστούς που ζουν την κατά Χριστόν ζωή. Ο λαός ομολογεί ταπεινά την αμαρτωλότητά του, όταν απαντά στον ιερέα: “Εις Άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός . Αμήν”, ένας είναι ο Άγιος, ένας είναι ο Κύριος, ο Ιησούς Χριστός, ο μόνος που δοξάζει τον Θεό Πατέρα με την αγιότητά Του.

Η θεία κοινωνία.
Πρώτοι κοινωνούν οι ιερείς, ενώ ο λαός ψάλλει το λεγόμενο “Κοινωνικό”, το οποίο συνήθως είναι: “Αινείτε τον Κύριον εκ των ουρανών. Αλληλούια”. Όταν κοινωνήσουν οι ιερείς, προβάλλει στην ωραία Πύλη ο διάκονος κρατώντας το Άγιο Ποτήριο στα χέρια του και καλώντας τους πιστούς να προσέλθουν: “Μετά φόβου πίστεως και αγάπης προσέλθετε”. Είναι από τα πιο ξεκαθαρισμένα, ότι δεν μπορεί να υπάρξει χριστιανός, εάν δεν προσέρχεται στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Ο ίδιος ο Κύριος, είπε κάποτε που μιλούσε στην Καπερναούμ: “Αμήν λέγω υμίν, εάν μη φάγητε την σάρκα του υιού του ανθρώπου και πίητε αυτού το αίμα, ουκ έχετε ζωήν εν εαυτοίς”. Αλλά εάν δεν μπορεί να υπάρξει χριστιανός χωρίς να μεταλαμβάνει, άλλο τόσο δεν μπορεί να πλησιάζει απροετοίμαστος. Ο Απόστολος Παύλος είναι σαφής: “Δοκιμαζέτω Δε άνθρωπος εαυτόν και ούτως εκ του άρτου εσχιέτω και εκ του ποτηρίου πινέτω. Ο γαρ εσθίων και πίνων αναξίως, κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει μη διακρίνων το σώμα του Κυρίου”. (Α΄ Κορ. ια΄ 27) Γι’ αυτό, και όταν ο διάκονος μας καλεί να πλησιάσουμε στο Ποτήριο της ζωής, μας τονίζει τρεις προϋποθέσεις που προαπαιτούνται, προκειμένου να δεχθούμε μέσα μας τον άπειρο Θεό.
α) Φόβος Θεού. Φόβο Θεού, έχει εκείνος που συναισθάνεται την αναξιότητά του. Όποιος βιάζεται να κοινωνήσει, όποιος σπρώχνεται, όποιος εκνευρίζεται, όποιος ψιθυρίζει, δεν ξέρει τι κάνει, δεν έχει φόβο Θεού και δεν πρέπει να κοινωνήσει.
β) Πίστη. Εδώ δεν πρόκειται περί της πίστεως στο Θεό γενικώς, αλλά συγκεκριμένα αυτός που κοινωνεί, πρέπει να πιστεύει απολύτως ότι αυτό το οποίο λαμβάνει μέσα του, είναι το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Ένας Ρώσος συγγραφέας μιλώντας για την πίστη του στη θεία κοινωνία λέγει “Όπως είμαι βέβαιος, ότι διαρκώς αναπνέω τον αέρα, τόσο είμαι βέβαιος ότι τώρα λαμβάνω μέσα μου, μαζί με τον αέρα αυτόν τον Κύριό μου Ιησού Χριστό, την πνοή μου, τη ζωή μου, τη χαρά μου. Τη σωτηρία μου. Αυτός είναι η σκέψη μου, η βρώση μου, η πόση μου προ πάσης άλλης ευωδίας. Αυτός είναι η γλυκύτητά μου. Αυτός είναι ο πατέρας μου και η μητέρα μου, το ασφαλές μου καταφύγιο, το οποίο κανείς δεν μπορεί να κουνήσει.
γ) Αγάπη. Δεν μπορεί να δεχθεί ο πιστός το Θεό, αν εκείνη τη στιγμή δεν αισθάνεται απέραντη αγάπη για όσους τον αδίκησαν. “Ο μη αγαπών ουκ έγνω τον Θεόν, ότι ο Θεός αγάπη εστίν”. Στο βίο του Αγίου Νικηφόρου αναφέρεται ότι ένας χριστιανός, ο Σαπρίκιος, άγιος κατά πάντα, πλην όμως στερούμενος αγάπης, εβάδιζε ακλόνητος στο μαρτύριο χάριν του Χριστού, αλλά αρνιόταν να συγχωρέσει ένα φίλο του, ο οποίος του είχε πράγματι φταίξει. Την τελευταία όμως στιγμή ο Σαπρίκιος εκάμθη, επρόδωσε την πίστη του και εγκατέλειψε τον Χριστό. Η πίστη δεν ζει χωρίς την χάρη του Θεού και η χάρη δεν κατέρχεται όπου δεν υπάρχει αγάπη.
“Σώσον ο Θεός τον λαόν Σου και ευλόγησον την κληρονομίαν Σου”. Ο λαός μεγαλοπρεπώς, για να δείξει τα συναισθήματα που τον διακατέχουν, ψάλλει τον ύμνο, “Είδομεν το φως το αληθινόν...”, πλην των μεγάλων εορτών οπότε ψάλλει το απολυτίκιο της ημέρας. Την ώρα αυτή ο ιερέας αποθέτει το άγιο Ποτήριο επί της αγίας Τραπέζης, θυμιά για τελευταία φορά και λέγει μυστικώς τους λόγους: “Υψώθητι επί τους ουρανούς ο Θεός”. Η φράση αυτή μας υπενθυμίζει την Ανάληψη του Χριστού και ολοκληρούται έτσι η αναπαράσταση της επί γης ζωής Του.

Ευχαριστία και Απόλυση.
Ο διάκονος καλεί τους πιστούς να ευχαριστήσουν τον Κύριο για την μετάληψη των ζωοποιών του Χριστού μυστηρίων. Καλούνται δε οι πιστοί να σταθούν ορθοί, διότι προηγουμένως αναμένοντες την μετάληψη των υπολοίπων χριστιανών καθόντουσαν όσοι δεν μπορούσαν να στέκονται, επειδή ο χρόνος της θείας Μεταλήψεως ήταν πολύς μιας και κοινωνούσε το σύνολο των πιστών. Αυτό μας υπενθυμίζει την ανάγκη της συχνής θείας Κοινωνίας την οποίαν αισθάνονταν οι πρώτοι χριστιανοί.
Ο ιερέας κατόπιν, απαγγέλλει την οπισθάμβωνο λεγομένη ευχή: “Ο ευλογών τους ευλογούντας Σε, Κύριε, και αγιάζων...”. Η ευχή αυτή λέγεται οπισθάμβωνος, διότι κατά τους πρώτους αιώνας ελέγετο πίσω από τον άμβωνα, ο οποίος τότε ήταν χαμηλός και στο μέσον του ναού. Με την ευχή αυτή, παρακαλεί ο ιερέας το Θεό, να δώσει στο κόσμο, στην Εκκλησία, στους άρχοντες της Πολιτείας και σε όλο το λαό, το πολυτιμότατο αγαθό της ειρήνης. Ο λαός εμπνευσμένος από την ευχή αυτή, ψάλλει τον ύμνο που έψαλλε ο Ιώβ: “Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον από του νυν και έως του αιώνος”.Την ίδια ώρα ο ιερέας μπροστά στην αγία Τράπεζα ζητεί από τον Χριστό, να γεμίσει τις καρδιές των πιστών με μόνιμη χαρά και ευφροσύνη.
Ακολούθως ο ιερέας μας ευλογεί: Ταις πρεσβείαις της Παναγίας, Ιωάννου του Βαπτιστού, των αγίων μαρτύρων, οσίων, Αγγέλων, του συντάξαντος την θεία λειτουργία και του εορταζομένου αγίου.
Τίθεται πλέον τέρμα στην θεία λειτουργία με το, “Δι’ ευχών των αγίων πατέρων...”, οπότε οι πιστοί πλησιάζουν για να πάρουν το αντίδωρο από τα χέρια του ιερέως και όχι από το παγκάρι ή τους επιτρόπους. Καλείται δε αντίδωρο επειδή το έπαιρναν μόνο όσοι δεν ήσαν προετοιμασμένοι να κοινωνήσουν, “αντί του μεγάλου εκείνου δώρου της φρικτής Κοινωνίας”.
Για επικοινωνία μαζί μας :
Τηλέφωνο : +30-210-9712456
Φαξ : +30-210-9712456
Ταχυδρομική διεύθυνση : πλατεία Αγ. Δημητρίου, 173 43 – Αγ. Δημήτριος
Ηλεκτρονική διεύθυνση :
inad.dad@dad.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: